- εξώπετσα
- επίρρ. поверхностно, слегка;
τον πήρε η σφαίρα εξώπετσα — пуля задела его слегка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τον πήρε η σφαίρα εξώπετσα — пуля задела его слегка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξώπετσα — (I) και ξώπετσα, η η εξωτερική επιφάνεια τού δέρματος. (II) και ξώπετσα επίρρ. βλ. εξώπετσος … Dictionary of Greek
εξώπετσος — και ξώπετσος, η, ο 1. επιδερμικός 2. επιφανειακός 3. (ουδ. πληθ. ως επίρρ.) εξώπετσα και ξώπετσα επιπόλαια, επιφανειακά … Dictionary of Greek
ξώπετσα — η βλ. εξώπετσα … Dictionary of Greek